Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσυπογράφω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσυπογράφω [prosipoγráfo] -ομαι Ρ (βλ. υπογράφω) : 1. βάζω την υπογραφή μου σε ένα κείμενο δίπλα ή κάτω από την υπογραφή άλλου ή άλλων: Tο συμφωνητικό υπογράφεται από τους συμβαλλομένους και προσυπογράφεται από το συμβολαιογράφο. 2. (μτφ.) για να υπογραμμίσουμε ότι συμφωνούμε απόλυτα με την άποψη κάποιου ή ότι εγκρίνουμε ανεπιφύλακτα μια ενέργειά του.

[λόγ. < ελνστ. προσυπογράφω `προσθέτω γραπτά΄ κατά τη σημ. του υπογράφω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες