Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσυγκέντρωση η [prosingéndrosi] Ο33 : συγκέντρωση προσώπων σε συγκεκριμένο χώρο με σκοπό να βαδίσουν όλοι μαζί προς το χώρο της κύριας συγκέντρωσης.
[λόγ. προ- συγκέντρωση]



