Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προστιθέμενος -η -ο [prostiθémenos] Ε5 : α. που προστίθεται σε κτ.: Tο τρία προστιθέμενο στο εφτά μας δίνει δέκα, όταν προστεθεί
β. (οικον.): Προστιθέμενη αξία, η διαφορά ανάμεσα στο ποσό που εισπράττει μια επιχείρηση από την πώληση των προϊόντων της και στο ποσό που κατέβαλε σε άλλες επιχειρήσεις για πρώτες ύλες ή για προϊόντα, σε αρχικά στάδια κατεργασίας: Φόρος προστιθέμενης αξίας.
[λόγ. μπε. του αρχ. προστίθημι (β: μτφρδ. αγγλ. added value)]



