Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσπελάσιμος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσπελάσιμος -η -ο [prospelásimos] Ε5 : για τόπο ή για χώρο στον οποίο μπορεί κάποιος (εύκολα) να φτάσει, να πλησιάσει. ANT απροσπέλαστος: Πολλά χωριά δεν είναι προσπελάσιμα το χειμώνα. Tο υπόγειο είναι προσπελάσιμο από την κύρια είσοδο. || (για πρόσ.) που είναι προσιτός, που δεν είναι απροσπέλαστος.

[λόγ. προσπελασ- (προσπελάζω) -ιμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες