Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσπελάσιμος -η -ο [prospelásimos] Ε5 : για τόπο ή για χώρο στον οποίο μπορεί κάποιος (εύκολα) να φτάσει, να πλησιάσει. ANT απροσπέλαστος: Πολλά χωριά δεν είναι προσπελάσιμα το χειμώνα. Tο υπόγειο είναι προσπελάσιμο από την κύρια είσοδο. || (για πρόσ.) που είναι προσιτός, που δεν είναι απροσπέλαστος.
[λόγ. προσπελασ- (προσπελάζω) -ιμος]



