Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσπελάζω [prospelázo] Ρ2.1α : για να δηλώσουμε τη δυνατότητα που έχει κάποιος να φτάσει κάπου, να πλησιάσει κτ. ή να έρθει σε επαφή με κπ. (κυριολ. και μτφ.): Tα πλοία δεν μπορούν να προσπελάσουν τις βραχώδεις ακτές. Άνθρωπος που δεν μπορεί κανείς να τον προσπελάσει, που είναι απροσπέλαστος.
[λόγ. < αρχ. προσπελάζω]