Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσπέρασμα το [prospérazma] Ο49 : η ενέργεια του προσπερνώ, συνήθ. για όχημα που, με τους κατάλληλους ελιγμούς, φεύγει από την πορεία του και περνά μπροστά από ένα ή περισσότερα κινούμενα οχήματα: Όπου υπάρχει διπλή γραμμή απαγορεύεται το ~. Tα αντικανονικά προσπεράσματα είναι η αιτία πολλών τροχαίων ατυχημάτων.
[προσπερασ- (προσπερνώ) -μα]



