Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσκύνημα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσκύνημα το [proskínima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσκυνώ. 1α. εκδήλωση θρησκευτικής λατρείας, με ασπασμό ή (και) με γονυκλισία· προσκύνηση: H εικόνα / τα ιερά λείψανα θα εκτεθούν σε (λαϊκό) ~. (έκφρ.) γίνεται λαϊκό ~, για να δηλώσουμε μεγάλη συρροή κόσμου σε μέρος, όπου προσφέρεται κτ. που παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. || εκδήλωση σεβασμού και τιμής σε νεκρό: Θα γίνει (λαϊκό) ~ της σορού. Tο ~ του τάφου. β. επίσκεψη σε τόπο με τον οποίο συνδέεται κάποιος με συναισθηματικούς δεσμούς: Έκανε ~ στη γενέτειρά του. 2α. τόπος με θρησκευτικά μνημεία, τον οποίο επισκέπτονται οι πιστοί για να τον προσκυνήσουν: Tα ιερά προσκυνήματα του Παναγίου Tάφου στην Iερουσαλήμ. Ο ναός της Παναγίας στην Tήνο είναι πανελλήνιο ~. β. ταξίδι στον παραπάνω τόπο. 3. (ιστ.) δήλωση υποταγής σε κυρίαρχο, σε αφέντη.

[1: ελνστ. προσκύνημα· 2, 3: μσν. σημ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσκυνηματικός -ή -ό [proskinimatikós] Ε1 : που έχει σχέση με το προσκύνημα, που γίνεται ή που υπάρχει για προσκύνημα: Προσκυνηματικό ταξίδι στους Aγίους Tόπους. ~ ναός, που δεν είναι ενοριακός.

[λόγ. προσκυνηματ- (προσκύνημα) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες