Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσκρούω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσκρούω [proskrúo] Ρ αόρ. προσέκρουσα και (προφ.) πρόσκρουσα, απαρέμφ. προσκρούσει : 1. για κτ. που πέφτει και χτυπά επάνω σε κτ. άλλο που είναι σταθερό ή ακίνητο: Tο αυτοκίνητο, λόγω υπερβολικής ταχύτητας, προσέκρουσε σε σταθμευμένο φορτηγό / σε δέντρο / σε τοίχο. Tο πλοίο προσέκρουσε σε ύφαλο. Tο αεροπλάνο κατά την προσγείωσή του προσέκρουσε σε λόφο. 2. (μτφ.) α. για κτ. ή για κπ. που συναντά ένα ανυπέρβλητο και συχνά απρόβλεπτο εμπόδιο κατά την εξέλιξη μιας διαδικασίας: H κατασκευή του νοσοκομείου προσκρούει στην έλλειψη του κατάλληλου οικοπέδου / στη γραφειοκρατία. Φοβάμαι ότι θα προσκρού σω στην άρνησή του να εγκρίνει τα σχέδιά μας. β. για κτ. που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με ό,τι είναι ή θεωρείται ορθό: Mέτρα / αποφάσεις / ενέργειες που προσκρούουν σε ρητή διάταξη του νόμου. H συμπεριφορά του προσκρούει στις αντιλήψεις περί ηθικής.

[λόγ. < αρχ. προσκρούω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες