Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσκήνιο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσκήνιο το [proskínio] Ο42 : 1. ο χώρος που βρισκόταν μπροστά από τη σκηνή του αρχαίου θεάτρου και όπου έπαιζαν οι ηθοποιοί· λογείο. 2. το τμήμα της σκηνής του νεότερου θεάτρου που βρίσκεται μπροστά από την αυλαία. 3. (μτφ.) ο χρόνος και ο χώρος στον οποίο εμφανίζονται και αναπτύσσονται διάφορες επίκαιρες και σημαντικές δραστηριότητες ή γεγονότα που συγκεντρώνουν το δημόσιο ενδιαφέρον και την προσοχή: Εμφανίζομαι / παρουσιάζομαι στο ~. Εξαφανίζομαι / αποχωρώ από το ~. Bρίσκομαι / έρχομαι στο ~ της επικαιρότητας. Στις αρχές του αιώνα εμφανίστηκαν στο ~ της ιστορίας νέες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις.

[λόγ. < ελνστ. προσκήνιον (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες