Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσεχής -ής -ές
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσεχής -ής -ές [prosexís] Ε10 : που ακολουθεί (χρονικά) αμέσως μετά, ο αμέσως επόμενος: H ~ εβδομάδα. Ο ~ μήνας. Tο προσεχές έτος. || που βρίσκεται (χρονικά) πολύ κοντά, άμεσος: Στο προσεχές μέλλον. προσεχώς ΕΠIΡΡ στο κοντινό, στο (σχετικά) άμεσο μέλλον: H ταινία θα προβληθεί ~. || ως ανακοίνωση εμπορικών κυρίως επιχειρήσεων για την έναρξη της λειτουργίας τους σε ένα χώρο: ~ κρεοπωλείο / καφετέρια / σουπερμάρκετ. || (προφ., ως ουσ.) τα προσεχώς, οι ταινίες που είναι προγραμματισμένες να προβληθούν από έναν κινηματογράφο στο κοντινό μέλλον.

[λόγ. < αρχ. προσεχής, ελνστ. προσεχῶς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες