Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσδιοριστικός -ή -ό [prozδioristikós] Ε1 : που είναι ικανός, κατάλλη λος να προσδιορίζει, καθοριστικός: Προσδιοριστικοί παράγοντες. Προσδιοριστικές τάσεις.
προσδιοριστικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. προσδιορισ- (προσδιορίζω) -τικός απόδ. γαλλ. déterminant]



