Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προσβλητικός -ή -ό [prozvlitikós] Ε1 : που προσβάλλει3, που θίγει: Προσβλητική συμπεριφορά / ενέργεια. Προσβλητικά λόγια.
προσβλητικά ΕΠIΡΡ: Φέρομαι / μιλώ ~. [λόγ. < ελνστ. προσβλητικός `που ρίχνει΄ σημδ. γαλλ. offensif]



