Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προσβεβλημένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσβεβλημένος -η -ο [prozvevliménos] Ε3 : που τον έχουν προσβάλει3. ANT απρόσβλητος: Aισθάνεται ~ ύστερα από την απρεπή συμπεριφορά του προϊσταμένου του.

[λόγ. μππ. του αρχ. προσβάλλω μτφρδ. γαλλ. offensé]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go