Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσαύξηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσαύξηση η [prosáfksisi] Ο33 : η πρόσθετη αύξηση, η πρόσθεση μιας επιπλέον αύξησης (ιδ. για χρηματικά ποσά): Δόθηκε μικρή ~ στους μισθούς και στις συντάξεις. Tο χρέος θα πληρωθεί με τις νόμιμες προσαυξή σεις.

[λόγ. < ελνστ. προσαύξη(σις) -ση `πρόσθετο μεγάλωμα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες