Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσαρμοστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσαρμοστικός -ή -ό [prosarmostikós] Ε1 : που έχει την ικανότητα να προσαρμόζει ή να προσαρμόζεται εύκολα, γρήγορα: Ο ~ φακός του οφθαλμού.

[λόγ. προσαρμοσ- (προσαρμόζω) -τικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες