Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσαγορεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσαγορεύω [prosaγorévo] -ομαι Ρ5.1 : (λόγ.) προσφωνώ.

[λόγ. < αρχ. προσαγορεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες