Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσήλυτος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσήλυτος -η -ο [prosílitos] Ε5 : (συνήθ. ως ουσ.) ο προσήλυτος, αυτός που άλλαξε θρήσκευμα, δόγμα, που προσχώρησε σε άλλη θρησκεία. || (επέκτ. και ειρ.) αυτός που άλλαξε (ιδεολογικό, πολιτικό κτλ.) φρόνημα.

[λόγ. < ελνστ. προσήλυτος `εθνικός που έγινε Ιουδαίος ή Χριστιανός΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες