Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προσάγω
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσάγω [prosáγo] -ομαι Ρ πρτ. προσήγα, αόρ. προσήγαγα, απαρέμφ. προσαγάγει, παθ. αόρ. (σπάν.) προσάχθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και προσήχθη, προσήχθησαν, απαρέμφ. προσαχθεί : (λόγ.) οδηγώ, φέρνω, παρουσιάζω κπ. ή κτ. μπροστά σε κπ. και κυρίως σε δικαστική αρχή: ~ το μάρτυρα / αποδείξεις στο δικαστήριο. Οι συλληφθέντες προσήχθησαν στον εισαγγελέα.

[λόγ. < αρχ. προσάγω]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσαγωγή 1 η [prosaγojí] Ο29 : (λόγ.) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσάγω: ~ μαρτύρων / αποδεικτικών στοιχείων / υπόπτων στον ανακριτή. Bίαιη ~, προσαγωγή μάρτυρα στο δικαστήριο διά της βίας (εφόσον κλήθηκε νόμιμα και δεν παρουσιάστηκε): Tο δικαστήριο αποφάσισε τη βίαιη ~ του μάρτυρα στη δίκη.

[λόγ. < αρχ. προσαγωγή `παρουσίαση΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσαγωγή 2 η : (γυμν.) η ~ των ποδιών / των χεριών, κίνηση που αποβλέπει στην ένωση του εσωτερικού των ποδιών ή των χεριών. ANT απαγωγή 2.

[λόγ. < αρχ. προσαγωγή `πλησίασμα΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προσαγωγός -ός -ό [prosaγoγós] Ε16 : (ανατ.) 1. χαρακτηρισμός ανατομικών στοιχείων που η λειτουργία τους ασκείται από την περιφέρεια προς το κέντρο ενός οργάνου: Προσαγωγά αρτηρίδια. 2. χαρακτηρισμός μυών: Προσαγωγοί μύες, τρεις ισχυροί μύες του μηρού. || (ως ουσ.) ο προσαγωγός, ο προσαγωγός μυς: Mακρός / βραχύς / μέγας ~.

[λόγ. < αρχ. προσαγωγός `ελκυστικός΄ σημδ. γαλλ. adducteur]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες