Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προπό
14 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προπό το [propó] Ο (άκλ.) : (γράφεται και ΠΡΟΠΟ) 1. διαγωνισμός, στον οποίο κερδίζουν διάφορα χρηματικά ποσά, όσοι προβλέπουν επιτυχώς τα αποτελέσματα ορισμένων ποδοσφαιρικών αγώνων: Παίζω / κερδίζω το ~. Δελτίο ~. Έπιασε δεκατριάρι στο ~. Πρακτορείο ~ και λαχείων. 2. το δελτίο συμμετοχής στο διαγωνισμό: Συμπλήρωσα ένα ~.

[λόγ. αρκτικόλ. προ(γνωστικά) πο(δοσφαίρου)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόποδες οι [própoδes] Ο5 : το κατώτερο τμήμα ενός υψώματος (βουνού ή λόφου), το σημείο όπου αρχίζουν οι πλαγιές: Tο χωριό είναι χτισμένο στους ~ του βουνού / του λόφου.

[λόγ. < αρχ. πρόπους ὁ `παρακλάδι οροσειράς΄ (παρανόηση της σημ.), πληθ. κατά τη λαϊκή φρ. τα πόδια του βουνού]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προπολεμικός -ή -ό [propolemikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται, που υπήρξε ή που συνέβη στην πριν από τον (τελευταίο) πόλεμο περίοδο. ANT μεταπολεμικός: Προπολεμική περίοδος. H προπολεμική Ελλάδα. Tα προπολεμικά χαρτονομίσματα έχασαν την αξία τους. || (ειδικότ.) που προηγήθηκε του β' παγκόσμιου πολέμου. || (προφ.) ο πολύ παλιός: Προπολεμικό αυτοκίνητο / παλτό. προπολεμικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. προ- πολεμικός μτφρδ. αγγλ. prewar ή γαλλ. d΄avant guerre]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πρόπολη η [própoli] Ο33 : ρητινώδης ή κολλώδης ουσία που χρησιμοποιούν οι μέλισσες στο εσωτερικό της κυψέλης και στην κατασκευή της κηρήθρας.

[λόγ. < ελνστ. πρόπολ(ις) μεταπλ. ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προπομπός ο [propombós] Ο17 : αυτός που έχει σταλεί, που φτάνει πριν από κπ. ή από κτ. που ακολουθεί ή αυτός που η εμφάνισή του προαναγγέλλει κτ.: Tα χελιδόνια είναι οι προπομποί της άνοιξης. || (στρατ.) το προπορευόμενο κλιμάκιο της εμπροσθοφυλακής.

[λόγ. < αρχ. προπομπός `συνοδός΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προπόνηση η [propónisi] Ο33 : (αθλ.) η συστηματική και μεθοδική προετοιμασία ενός αθλητή ή μιας αθλητικής ομάδας, που αποσκοπεί στη βελτίωση της φυσικής κατάστασης και της τεχνικής τους και, τελικά, στη μέγιστη απόδοσή τους κατά τον αγώνα: Xαλαρή / εντατική / εξαντλητική ~. Kάνω ~. H ~ περιλαμβάνει ασκήσεις γυμναστικής, βάρη και τρέξιμο. Ο τραυματισμένος ποδοσφαιριστής δε συμμετείχε στην ~. || (προφ., επέκτ.) η προετοιμασία, η εξάσκηση που κάνει κάποιος για να πετύχει ή να αντιμετωπίσει επιτυχώς κτ.

[λόγ. προπονη- (προπονώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προπονητής ο [proponitís] Ο7 θηλ. προπονήτρια [proponítria] Ο27 : άτο μο που είναι ειδικευμένο και που ασχολείται επαγγελματικά με την προπόνηση αθλητών ή αθλητικών ομάδων: ~ ποδοσφαίρου / μπάσκετ / βόλεϊ / στίβου. H νίκη / ήττα της ομάδας αποδόθηκε στον προπονητή. Σχολή / ομοσπονδία προπονητών. Ομοσπονδιακός ~, ο προπονητής της εθνικής ομάδας (ποδοσφαίρου, μπάσκετ, βόλεϊ κτλ.).

[λόγ. προπονη- (προπονώ) -τής· προπονη(τής) -τρια]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προπονητικός -ή -ό [proponitikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στον προπονητή ή στην προπόνηση: Προπονητική μέθοδος. Προπονητι κό πρόγραμμα.

[λόγ. προπονητ(ής) -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προπονώ [proponó] -ούμαι Ρ10.9 : (αθλ.) προετοιμάζω, γυμνάζω συστηματικά έναν αθλητή ή μια αθλητική ομάδα, ώστε να βελτιώσω τη φυσική κατάσταση και την τεχνική τους προκειμένου να έχουν τη μέγιστη δυνατή απόδοση και να διεκδικήσουν τη νίκη κατά τον αγώνα: Ο αθλητής / η ομάδα προπονήθηκε στο βοηθητικό γήπεδο. Οι ποδοσφαιριστές ήταν καλά προπονημένοι. || (προφ., επέκτ.) προετοιμάζω, εξασκώ κπ. ώστε να πετύχει ή να αντιμετωπίσει επιτυχώς κτ. || Kρατάει το μωρό της αδερφής της πού και πού· προπονείται για μαμά.

[λόγ. < αρχ. προπονῶ `μοχθώ από πριν΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προπορεία η [proporía] Ο25 : (τεχνολ.) η ρύθμιση που καθορίζει την παραγωγή του σπινθήρα, πριν να φτάσει το έμβολο στο άνω νεκρό σημείο (μέσα στον κύλινδρο μηχανών εσωτερικής καύσης)· αβάνς.

[λόγ. < ελνστ. προπορεία `προηγούμενη πορεία΄ σημδ. γαλλ. avance]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες