Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προπωλώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προπωλώ [propoló] -ούμαι Ρ10.9 : πουλάω κτ. εκ των προτέρων: Εισιτήρια για τις παραστάσεις προπωλούνται στις θυρίδες του θεάτρου. Ο εργολάβος έχει προπωλήσει όλα τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας, τα έχει πουλήσει πριν να τελειώσει η κατασκευή της.

[λόγ. < αρχ. προπωλῶ `πουλώ για λογαριασμό άλλου΄ κατά τη σημ. του προπώληση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες