Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προπολεμικός -ή -ό [propolemikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται, που υπήρξε ή που συνέβη στην πριν από τον (τελευταίο) πόλεμο περίοδο. ANT μεταπολεμικός: Προπολεμική περίοδος. H προπολεμική Ελλάδα. Tα προπολεμικά χαρτονομίσματα έχασαν την αξία τους. || (ειδικότ.) που προηγήθηκε του β' παγκόσμιου πολέμου. || (προφ.) ο πολύ παλιός: Προπολεμικό αυτοκίνητο / παλτό.
προπολεμικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. προ- πολεμικός μτφρδ. αγγλ. prewar ή γαλλ. d΄avant guerre]



