Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προπαγανδιστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προπαγανδιστικός -ή -ό [propaγanδistikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην προπαγάνδα, που γίνεται με στόχο την προπαγάνδα: Προπαγανδιστική εκστρατεία. Προπαγανδιστικό έντυπο / φυλλάδιο / υλικό. προπαγανδιστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. προπαγανδιστ(ής) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες