Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προοιμιακός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προοιμιακός -ή -ό [proimiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε προοίμιο, εισαγωγικός. προοιμιακά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. προοιμιακός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go