Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προξενείο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προξενείο το [proksenío] Ο39 : το οίκημα στο οποίο στεγάζεται η προξενική αρχή μιας χώρας: Tο ελληνικό ~ της Aλεξανδρείας. || (επέκτ.) η προξενική αρχή: Tο ~ είναι αρμόδιο για την ανανέωση των διαβατηρίων.

[λόγ. πρόξεν(ος) -είον μτφρδ. γαλλ. consulat]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go