Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προνύμφη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προνύμφη η [pronímfi] Ο25 : (ζωολ.) η ενδιάμεση (μεταξύ του εμβρύου και του τέλειου ατόμου) μορφή, με την οποία εμφανίζονται σε μια ορισμένη φάση της ανάπτυξής τους διάφορα ζώα και κυρίως έντομα: H ~ μεταμορφώνεται σε νύμφη.

[λόγ. προ- νύμφη 2]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go