Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προνομιακός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προνομιακός -ή -ό [pronomiakós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε προνόμιο, που έχει το χαρακτήρα προνομίου: Προνομιακή μεταχείριση. Προνομιακές τιμές. Προνομιακό καθεστώς, ειδικό καθεστώς σχέσεων. προνομιακά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. προνόμι(ον) -ακός απόδ. γαλλ. privilégié]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go