Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προμηνύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προμηνύω [prominío] -εται Ρ9 & προμηνώ [prominó] Ρ10.1α : προαναγγέλλω κτ., παρουσιάζω ενδείξεις, σημάδια για κτ. που πρόκειται να συμβεί, να ακολουθήσει: Tα βαριά, μαύρα σύννεφα προμηνούσαν βροχή. Οι εξελίξεις στα Bαλκάνια προμηνύουν πόλεμο. || (παθ., στο γ' προσ.) για κτ. που προβλέπεται, που αναμένεται ότι θα συμβεί, ότι θα ακολουθήσει: Προμηνύεται μεγάλη φασαρία. (Δεν) προμηνύονται θετικές εξελίξεις.

[λόγ. < αρχ. προμηνύω `προλέγω΄· μεταπλ. κατά το μηνύω > μηνώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go