Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προμελετημένος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προμελετημένος -η -ο [promeletiménos] Ε3 μππ. του προμελετώ : που τον έχουν σχεδιάσει εκ των προτέρων: Προμελετημένες αλλαγές / ενέργειες. || (για αξιόποινη πράξη) προσχεδιασμένος: ~ φόνος. προμελετημένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. μππ. του προμελετώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go