Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προμάντεμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προμάντεμα το [promándema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προμαντεύω, η προφητεία, η πρόρρηση. || η προαίσθηση.

[ελνστ. προμάντευμα `προφητεία΄ (η σημερ. σημ. μσν.) με αφομ. [vm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go