Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προλαμβάνω [prolamváno] -ομαι Ρ αόρ. πρόλαβα, απαρέμφ. προλάβει, παθ. αόρ. προλήφθηκα, απαρέμφ. προληφθεί : (λόγ.) προλαβαίνω (κυρ. στη σημ. 2): Οι ασθένειες είναι καλύτερα να προλαμβάνονται, παρά να θεραπεύονται.
[λόγ. < αρχ. προλαμβάνω]



