Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προλαλήσας -ασα -αν
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προλαλήσας -ασα -αν [prolalísas] Ε12δ : (λόγ., ιδ. ως ουσ.) αυτός που μίλησε αμέσως προηγουμένως, κυρίως στις εκφορές συμφωνώ / διαφωνώ με τον προλαλήσαντα.

[λόγ. μτχ. αορ. < ελνστ. προλαλῶ `συζητώ πρώτος΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες