Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προλαλήσας -ασα -αν [prolalísas] Ε12δ : (λόγ., ιδ. ως ουσ.) αυτός που μίλησε αμέσως προηγουμένως, κυρίως στις εκφορές συμφωνώ / διαφωνώ με τον προλαλήσαντα.
[λόγ. μτχ. αορ. < ελνστ. προλαλῶ `συζητώ πρώτος΄]



