Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προκόβω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προκόβω [prokóvo] Ρ αόρ. πρόκοψα, απαρέμφ. προκόψει, μππ. προκομμένος* : προοδεύω, ευδοκιμώ πνευματικά, υλικά, επαγγελματικά κτλ.: Πρόκοψε στα γράμματα / στην τέχνη / στη δουλειά. Πρόκοψε με την εργατικότητα και την τιμιότητά του. || (προφ., ειρ.) αποτυγχάνω, δεν τα καταφέρνω. || (έκφρ.) τα πρόκοψα, απέτυχα: Mια δουλειά σού είπα να κάνεις κι εσύ τα πρόκοψες πάλι! || (προφ., για φυτά) αναπτύσσομαι, ευδοκιμώ: Tα λουλούδια / οι καλλιέργειες δεν πρόκοψαν φέτος.

[αρχ. προκόπτω μεταπλ. κατά το κόπτω > κόβω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες