Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προκοπή
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προκοπή η [prokopí] Ο29 : 1. η πρόοδος: Σου εύχομαι υγεία και ~. 2. η ευημερία, η ευδοκίμηση ως ευτυχής κατάληξη, ως αποτέλεσμα προσπάθειας, μόχθου, εργατικότητας: Mόχθησε πολύ και ~ δεν είδε. Aυτή η δουλειά δεν έχει ~. (έκφρ.) της προκοπής, για κτ. που έχει αξία, ποιότητα· αξιόλογος: Δουλειά / σπίτι / αυτοκίνητο / ρούχο της προκοπής. Δεν είναι άνθρωπος της προκοπής. τον έπιασε η ~ / τον έπιασαν οι προκοπές, για κπ. που δραστηριοποιείται καθυστερημένα ή σε στιγμή, σε περίσταση ακατάλληλη. (βλέπω / κάνω) χαΐρι και ~, προοδεύω, ευημερώ, έχω θετικό αποτέλεσμα: Tόσα χρόνια σ΄ αυτή τη δουλειά δεν είδα / δεν έκανα χαΐρι και ~. (κατάρα) να μη δεις χαΐρι και ~! || (ειρ.) Tην είδαμε την ~ του!, δεν έκανε τίποτε, απέτυχε. || (για φυτά) ανάπτυξη, απόδοση: Οι ελιές φέτος δεν είχαν ~.

[ελνστ. προκοπή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες