Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προκηρύσσω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προκηρύσσω [prokiríso] -ομαι Ρ2.2 : αναγγέλλω δημόσια και επίσημα κτ. που πρόκειται να κάνω, για να ενημερωθεί το κοινό ή οι ενδιαφερόμενοι: ~ εκλογές / διαγωνισμό. Προκηρύχθηκε μια θέση επιστημονικού προσωπικού.

[λόγ. < αρχ. προκηρύσσω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go