Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προκατειλημμένος -η -ο [prokatiliménos] Ε3 : που έχει σχηματίσει εκ των προτέρων συνήθ. αρνητική γνώμη, διάθεση για κπ. ή για κτ. ANT απροκατάληπτος: Είναι ~ εναντίον μου.
προκατειλημμένα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. προκατειλημμένος `που συμπεραίνεται΄ (μππ. του αρχ. προκαταλαμβάνω) σημδ. γαλλ. préjugé, συν. του préoccuper]



