Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προκατειλημμένος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προκατειλημμένος -η -ο [prokatiliménos] Ε3 : που έχει σχηματίσει εκ των προτέρων συνήθ. αρνητική γνώμη, διάθεση για κπ. ή για κτ. ANT απροκατάληπτος: Είναι ~ εναντίον μου. προκατειλημμένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. προκατειλημμένος `που συμπεραίνεται΄ (μππ. του αρχ. προκαταλαμβάνω) σημδ. γαλλ. préjugé, συν. του préoccuper]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες