Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προκάλυμμα
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προκάλυμμα το [prokálima] Ο49 : 1. (στρατ.) καθετί που χρησιμοποιείται για την προκάλυψη4: H πυροβολαρχία είχε ένα λόφο ως ~. 2. (μτφ.) καθετί που χρησιμοποιείται για να αποκρύψει, να καλύψει κτ. άλλο: H επιχείρηση χρησιμοποιήθηκε ως ~ για παράνομες δραστηριότητες.

[λόγ. < αρχ. προκάλυμμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go