Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προικοσύμφωνο το [prikosímfono] Ο42 : συμβόλαιο που γινόταν μεταξύ του γαμπρού και των γονέων (ή της ίδιας) της νύφης και που περιείχε κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων που δίνονταν ως προίκα.
[μσν. προικοσύμφωνον < προίκ(α) -ο- + σύμφωνον 2]



