Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προικοδότηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προικοδότηση η [prikoδótisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προικοδοτώ· προικοδοσία: ~ άπορων κοριτσιών.

[λόγ. προικοδοτη- (προικοδοτώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go