Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προημιτελικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προημιτελικός -ή -ό [proimitelikós] Ε1 : (αθλ.) που προηγείται του ημιτελικού: ~ αγώνας. Προημιτελική φάση. || (ως ουσ.) ο προημιτελικός, οι προημιτελικοί, τα προημιτελικά: H ομάδα / ο αθλητής έφτασε στον προημιτελικό.

[λόγ. προ- ημιτελικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες