Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προεξοχή η [proeksoxí] Ο29 : το τμήμα μιας επιφάνειας, μιας γραμμής, ενός αντικειμένου που εξέχει προς τα μπρος και γενικότερα που ξεπερνάει, που εκτείνεται πέρα από την (πραγματική ή νοητή) γραμμή ή επιφάνεια που ορίζει το περίγραμμά του· (πρβ. εξοχή 2): H ~ της στέγης / του βράχου. Aνώμαλη επιφάνεια με εσοχές και προεξοχές. || (αστρον.) Hλιακές προεξοχές, μάζες αερίων που φαίνεται να προεξέχουν από την περιφέρεια του ηλιακού δίσκου.
[λόγ. προ(εξέχω) -εξοχή κατά το σχ.: εξέχω - εξοχή μτφρδ. γαλλ. proéminence]



