Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προεξοφλητικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προεξοφλητικός -ή -ό [proeksoflitikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στην προεξόφληση: Προεξοφλητική απόδειξη. || (οικον.) Προεξοφλητικό επιτόκιο, το επιτόκιο με το οποίο η κεντρική τράπεζα επιβαρύνει διάφορες χρηματοδοτήσεις προς τρίτους.

[λόγ. προεξοφλη- (προεξοφλώ) -τικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go