Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προεξοφλήσιμος -η -ο
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προεξοφλήσιμος -η -ο [proeksoflísimos] Ε5 : που μπορούν να τον προεξοφλήσουν: Tα ομόλογα είναι προεξοφλήσιμα.

[λόγ. προεξοφλησ- (προεξοφλώ) -ιμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go