Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προενισχυτής ο [proenisxitís] Ο7 : (στην ηλεκτροτεχνία) το τμήμα του ενισχυτή που ενισχύει την τάση ενός ηλεκτρικού σήματος.
[λόγ. προ- ενισχυτής μτφρδ. γερμ. Vorverstärker]



