Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προενίσχυση η [proenísxisi] Ο33 : (στην ηλεκτροτεχνία) η αρχική ενίσχυση της τάσης ενός ηλεκτρικού σήματος.
[λόγ. προενισχύ(ω) -σις > -ση, προενισχύω: < προενισχυ(τής) -ω (αναδρ. σχημ.)]



