Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προειδοποίηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προειδοποίηση η [proiδopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προειδοποιώ: Προφορική / γραπτή / αυστηρή ~. Δεν έλαβαν υπόψη τους τις προειδοποιήσεις μου. Aπευθύνω σε κπ. ~.

[λόγ. προειδοποιη- (προειδοποιώ) -σις > -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go