Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προεδρεύων -ουσα -ον [proeδrévon] Ε12 : που ασκεί χρέη, που εκτελεί καθήκοντα προέδρου. || (ως ουσ.) ο προεδρεύων: Ο ~ του Συμβουλίου Aσφαλείας του ΟHΕ.
[λόγ. μεε. < αρχ. προεδρεύω μτφρδ. γαλλ. président]



