Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προεδρεύων -ουσα -ον
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προεδρεύων -ουσα -ον [proeδrévon] Ε12 : που ασκεί χρέη, που εκτελεί καθήκοντα προέδρου. || (ως ουσ.) ο προεδρεύων: Ο ~ του Συμβουλίου Aσφαλείας του ΟHΕ.

[λόγ. μεε. < αρχ. προεδρεύω μτφρδ. γαλλ. président]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες