Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προεδρείο το [proeδrío] Ο39 : 1. το σύνολο των συνήθ. εκλεγμένων προσώπων που διευθύνουν μια διαδικασία (συνεδρίαση, συζήτηση, συνέλευ ση κτλ.): Εκλογή προεδρείου. Tο ~ της Bουλής / της συνέλευσης / του συνεδρίου. Tριμελές / πενταμελές / πολυμελές ~. 2. η θέση, ο χώρος όπου κάθονται ο πρόεδρος και τα μέλη του προεδρείου: Πήραν τη θέση τους στο ~.
[λόγ. πρόεδρ(ος) -είον]



