Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: προδοσία
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προδοσία η [proδosía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προδίδω: Kοινή / αισχρή / τρομερή ~. Διαπράττω ~. ~ (κατά) των φίλων / της πατρίδας. (έκφρ.) εσχάτη ~, η εγκληματική πράξη που διαπράττει κάποιος κατά (της ασφάλειας ή του νόμιμου πολιτικού καθεστώτος) της πατρίδας του: H εσχάτη ~ τιμωρείται με θάνατο. Kαταδικάστηκε σε θάνατο για εσχάτη ~. τα αργύρια* της προδοσίας. ΦΡ το φιλί* της προδοσίας.

[λόγ. < αρχ. προδοσία (εσχάτη προδοσία: μτφρδ. γαλλ. haute trahison, αρχ. ἔσχατος `ο πιο ψηλός΄)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες