Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- προδιατεθειμένος -η -ο [proδiateθiménos] Ε3 : (λόγ.) που τον έχουν προδιαθέσει σε σχέση με κπ. ή με κτ.· προκατειλημμένος: Θετικά / αρνητικά ~. Οι ένορκοι είναι σαφώς προδιατεθειμένοι υπέρ του κατηγορουμένου.
[λόγ. μππ. < αρχ. προδιατίθημι (δες προδιαθέτω) μτφρδ. γαλλ. prédisposé]



