Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: προγευματίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
προγευματίζω [projevmatízo] Ρ2.1α : παίρνω, τρώω το πρόγευμα, το πρωινό μου.

[λόγ. < αρχ. προγευματίζω `γεύομαι από πριν΄ κατά τη σημ. της λ. πρόγευμα]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go